- εκπνευματώ
- ἐκπνευματῶ (-όω) (Α)1. μεταβάλλω σε αέριο, εξαερώνω2. μεταβάλλω τον αέρα σε άνεμο3. αφαιρώ τον αέρα από ασκό, ξεφουσκώνω4. αφήνω κάτι να βγει σαν αέρας («δεῑ τῶν νέων ἐκπνευματοῡν τὸ οἴημα», Πλούτ.)5. (παθ. ή μέσ.) φυσώ σαν άνεμος6. (μέσ. και παθ.) εξογκώνομαι, φουσκώνω με φύσημα.
Dictionary of Greek. 2013.